- επαρχεύω
- και επαρχώ (AM ἐπαρχεύω και ἐπαρχῶ) [έπαρχος]είμαι έπαρχος, ασκώ τα καθήκοντα επάρχουμσν.αναπληρώνω προσωρινά τον έπαρχο, εκτελώ χρέη επάρχου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επαρχεύω — αμτβ. 1. είμαι έπαρχος, ασκώ καθήκοντα έπαρχου. 2. αναπληρώνω προσωρινά τον έπαρχο (χωρίς να έχω το βαθμό του έπαρχου), εκτελώ χρέη έπαρχου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επαρχώ — (AM ἐπαρχῶ, έω) [έπαρχος] είμαι έπαρχος, επαρχεύω ||(μσν. αρχ.) παθ. ἐπαρχοῡμαι διοικούμαι από έπαρχο … Dictionary of Greek